πορφυροῖ

πορφυροῖ
πορφύρεος
heaving
masc nom/voc pl (attic epic)
πορφῠροῖ , πορφύρω
heaves
fut opt act 3rd sg (attic epic doric)
πορφυρέω
pres opt act 3rd sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • CANDYA — capitis tegmen pellitum, Persarum olim Regibus in usu, ut habetur apud Pollucem, l. 7. c. 13. Hinc Synesius, Orat. de Regno, Parthorum Regem, qui tiarâ et candye ornabatur, territum abstinentiâ Carini Imperatoris cessisse ei, cui ex vilissimis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • πορφυρός — ή, ό / πορφυροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και πορφυρός, ά, όν, Μ, και πορφύρεος, έη, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής πορφύρας (α. «πορφυρά ενδύματα» β. «πορφυρά σύννεφα» γ. «πορφύρεον φᾱρος», Ομ. Οδ. δ. «τάπητας πορφυρέους», Ομ. Οδ. ε. «καὶ ἱμάτιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”